- δοξεύω
- (Μ δοξεύω)1. βάλλω, χτυπώ με τόξο2. τραυματίζω με βέλος3. παθ. είμαι πληγωμένος από έρωταμσν.1. (για μέλισσα) κεντρίζω2. προσβάλλω, διασύρω3. (για δηλητήριο) δηλητηριάζω.[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. τοξεύω με τροπή του τ- σε δ- (βλ. λ. δοξάτορας)].
Dictionary of Greek. 2013.